πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek
καταψεύδομαι — (AM) λέω ψέματα, ισχυρίζομαι ψεύτικα, προφασίζομαι («καὶ καταψεύδου καλῶς ὡς ἔστι Σεμέλης», Ευρ.) αρχ. 1. κατηγορώ κάποιον λέγοντας ψέματα, διαβάλλω («παῡσαί μου πρὸς τὸν βασιλέα καταψευδόμενος», Πλούτ.) 2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι («ἃ… … Dictionary of Greek
μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… … Dictionary of Greek
παρακατατίθημι — Α 1. εμπιστεύομαι 2. μέσ. παρακατίθεμαι α) καταθέτω, παραδίδω σε κάποιον χρήματα ή πράγματα για φύλαξη, κάνω παρακαταθήκη («παρακαταθέσθαι τὰ δύο τάλαντα», πάπ.) β) (για έντιμο πολίτη) παρέχω εγγυήσεις, διαβεβαιώσεις στην πολιτεία («πάσας τὰς… … Dictionary of Greek
πιστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Έδεσσα της Ελλάδας και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (285 305), μαζί με τη μητέρα του Βάσσα και τα αδέλφια του Θεογόνιο και Αγάπιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 21 Αυγούστου. II Επίσκοπος της… … Dictionary of Greek
πιστώνω — πιστῶ, όω, ΝΑ [πιστός] νεοελλ. 1. δίνω σε κάποιον χρήματα ή τού προμηθεύω εμπορεύματα επί πιστώσει, ανοίγω πίστωση σε κάποιον 2. καταχωρίζω στα λογιστικά βιβλία τής επιχείρησης και σε όφελος τού προσωπικού λογαριασμού κάποιου χρηματικό ποσό… … Dictionary of Greek
Κουκ, Φρέντερικ Άλμπερτ — (Frederick Albert Cook, 1865 – 1940). Αμερικανός εξερευνητής και γιατρός. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην ιατρική, πήρε μέρος με την ιδιότητα του γιατρού στην αποστολή του Ρόμπερτ Πίρι στον Βόρειο Πόλο (1891 92). Αργότερα συμμετείχε σε… … Dictionary of Greek
Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… … Dictionary of Greek
Μοζαμβίκη — I Κράτος της νοτιοανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Τανζανία, το Μαλάουι και τη Ζάμπια, στα Α με τη με τη Ζιμπάμπουε, τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία και τη Σουαζιλάνδη. Βρέχεται στα Α από τον Ινδικό ωκεανό.Η Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους… … Dictionary of Greek
Μπιαρίτς — (Biaritz). Πόλη (περ. 30.000 κάτ.) της νοτιοδυτικής Γαλλίας, στο νομό των Ατλαντικών Πυρηναίων (γαλλική χώρα των Βάσκων), 6 χλμ. ΝΔ της Μπεγιόν, κοντά στα γαλλοϊσπανικά σύνορα. Ο πρώτος αστικός πυρήνας ιδρύθηκε στο ακρωτήριο Αταλέ, που εκτείνεται … Dictionary of Greek